Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Από την πολλή την κρίση, παραμύθι θ’ αρχινίσει..

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πανέμορφη βασιλοπούλα που την έλεγαν Σταματία. Η Σταματία ζούσε σ’ ένα υπέροχο παλάτι και ήταν κόρη του πιο καλόκαρδου βασιλιά της πιο εύφορης και ευλογημένης γης εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν.
Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, που τα πουλάκια κελαηδούσαν χαρούμενα, τα κάθε λογής λουλούδια ήταν ολάνθιστα και τα μαλλιά της Σταματίας ήταν υπέροχα στρωμένα και χτενισμένα, εμφανίστηκε στο κατώφλι του παλατιού ο ένας και μοναδικός πρίγκηπας Τζιτζιφιόγκος καβάλα στο πιο γρήγορο και πιο γεροδεμένο άσπρο άλογο που υπήρξε ποτέ. Μήπως είχε έρθει επιτέλους να ζητήσει το χέρι της Σταματίας;
Η Σταματία καρδιοχτύπησε. Τόσο πολύ, που νόμιζε ότι θα πεταχτεί η καρδιά από το στήθος της -  ντουκ ντουκ ντουκ ντριν ντριν ντριν ντριν. Ντριν; Τι ντριν;  Κάνει ντριν η καρδιά;;; “Γαμώ το ξυπνητήρι σου γαμώ, άσε με να δω τη συνέχεια”… Η Σταματία έκλεισε τη μηχανή του διαβόλου και άνοιξε τα μάτια της. “Όταν βλέπω εφιάλτη ποτέ δεν χτυπάς μαλακισμένο”, είπε προσπαθώντας να συνηθίσει το φως της ημέρας, “τώρα πώς θα μάθω τι έγινε με το πρίγκηπα Τζιτζιφιόγκο”, παραπονέθηκε.
Έμεινε λίγο ακόμη να κοιτάζει το κενό και μετά αργά αργά ανασηκώθηκε. Ξύνοντας τον δεξί γοφό της και αφήνοντας ένα μακρύ χασμουρητό, μπήκε στην τουαλέτα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. “Της βασιλοπούλας τα μαλλιά ήταν υπέροχα στρωμένα, τα δικά μου είμαι τυχερή όταν μοιάζουν με ξεμαλλιασμένου σκιάχτρου”, συνέχισε τη μουρμούρα, “είμαι σίγουρη ότι θα έχει κάποιο ειδικό βασιλοπουλίσιο μαλακτικό”..
Αφέθηκε στη ρουτίνα της ημέρας και ξεχάστηκε. Δεν ξανασκέφτηκε τη βασιλοπούλα και τα μαλλιά της ή τον Τζιτζιφιόγκο και το άλογό του μέχρι το βράδυ που έκατσε μπροστά στην τηλεόραση. Στις ειδήσεις κάτι για απεργίες και μειώσεις, για συντάξεις και μισθούς, για ανεργίες και μαλακίες. Τα ίδια και τα ίδια.. Ήταν σίγουρη ότι τέτοια προβλήματα δεν υπήρχαν στη χώρα όπου βασίλευε ο καλόκαρδος βασιλιάς. Σίγουρα εκείνος ήταν σοφός και γενναιόδωρος με τους υπηκόους του, σίγουρα οι πάντες σ’ εκείνο το υπέροχο βασίλειο ευημερούσαν και σίγουρα και ο πρίγκηπας Τζιτζιφιόγκος με τη γλυκιά του βασιλοπούλα, θα κυβερνούσαν με την ίδια σοφία αύριο μεθαύριο. Αλήθεια, πώς την έλεγαν εκείνη την ονειρεμένη χώρα; Τι κρίμα που δεν πρόλαβε να μάθει.
Άρχισε να ζαλίζεται απ’ τη νύστα και αποφάσισε να πάει για ύπνο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι τυχερή και να ξαναδεί τον πρίγκηπα με το άσπρο άλογο. Για καλό και για κακό αποφάσισε να κλείσει το ξυπνητήρι. Δεν είναι ανάγκη να πηγαίνει κάθε μέρα στη δουλειά. Μήπως πληρώνεται κιόλας;
Αυτή τη φορά το όνειρο κράτησε περισσότερο. Έμαθε από τους πρόθυμους αυλικούς πως την χώρα την έλεγαν Αλληλούια. Ο πρίγκηπας της έκανε ξεκάθαρα κόρτε και τα μαλλιά της ήταν πάντα υπέροχα. Ο ουρανός ήταν πιο γαλανός από ποτέ, η λίμνη τόσο υπέροχα καθαρή και η αίσθηση του νερού στα πόδια της όπως καθόταν στις όχθες της με τον μοναδικό Τζιτζιφιόγκο ήταν απλά καταπληκτική. Ξύπνησε το απομεσήμερο και ήταν απόλυτα βέβαιη ότι πολύ σύντομα θα της ζητούσε το φανταστικό της χέρι. 
Τα όνειρα συνεχίστηκαν και ο γάμος έγινε τον επόμενο κιόλας μήνα. Στην φαντασμαγορική παραμυθένια τελετή παραβρέθηκαν όλοι οι σημαντικοί ευγενείς του βασιλείου. Της έφεραν δώρα πανάκριβα που θα ζήλευε ακόμα και η Σταχτοπούτα και όλοι υμνούσαν την καλοτυχία της και τα μαλλιά της. Ολόλευκα περιστέρια πετούσαν, γλυκές μελωδίες ακούγονταν, λαχταριστά γλυκά ευωδίαζαν και οι βασιλικοί γονείς της με χαμόγελο και περισσό καμάρι τριγυρνούσαν και ευχαριστούσαν τους καλεσμένους τους. Μέχρι και η κακιά μάγισσα Ζουζουλίτσα μαγεύτηκε από την περίσταση και είπε να σοβαρευτεί λίγο και να αφήσει τις μηχανορραφίες και τα αποτυχημένα της φίλτρα που βρωμούσαν κουνουπίδι και ποδαρίλα και να απολαύσει τη μαγική βραδιά.
Η Σταματία ήταν τρισευτυχισμένη, δε θα χρειαζόταν να ξαναπάει ποτέ πια στη δουλειά, δε θα πεινούσε και δε θα πλήρωνε ποτέ πια λογαριασμούς, δε θα ανησυχούσε γιατί οι “φίλοι” της δεν της κάνουν like στο facebook και τα μαλλιά της θα έμεναν για πάντα υπέροχα.
Το επόμενο πρωί ήρθαν κάτι καλοί κύριοι με άσπρα και πήραν μαζί τους τη Σταματία. Η Σταματία δε χρειάστηκε να ξαναπάει στη δουλειά, δεν πείνασε και δεν πλήρωσε ποτέ πια λογαριασμούς. Δεν ξανα-ανησύχησε γιατί οι “φίλοι” της δεν της κάνουν like στο facebook. Τα μαλλιά της όμως δεν έστρωσαν ποτέ ξανά. Αλλά πολύ που την ένοιαζε. Αυτό που είχε σημασία, ήταν ότι θα ζούσε για πάντα στην παραμυθένια χώρα της Αλληλούιας.